Όσο ο θεσμός της Διαμεσολάβησης καθιερώνεται και στην Ελληνική έννομη τάξη και οικονομικοκοινωνική ζωή, τόσο βρίσκει κάποιος εφαρμογή της σε περισσότερους τομείς. Δε θα μπορούσαν, λοιπόν, να απουσιάσουν σκέψεις και για το φλέγον ζήτημα της τελευταίας σχεδόν 10ετίας, δηλαδή του ιδιωτικού χρέους, νοικοκυριών ή/και επιχειρήσεων οφειλόμενο κυρίως στη λήψη τραπεζικών προϊόντων. Το εν λόγω καίριο ζήτημα, έχει οδηγήσει αρκετούς πολίτες στη χώρα μας σε ακραίες καταστάσεις και δεν έχει ακόμη επιλυθεί, αν και η διορία που έχει η χώρα μας για την απομείωσή του, πλέον στενεύει πολύ.

Η Λέκτορας Ιδιωτικού Δικαίου και ADR της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Δικηγόρος Ελλάδος και Κύπρου, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια, Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών και Διαιτητής, Δρ. Άννα Εμ. Πλεύρη, στο πλαίσιο εισήγησης της σε ένα πολύ ουσιαστικό πρόσφατο Πανελλήνιο συνέδριο, διοργάνωσης του e-ΘΕΜΙΣ, όπου παρουσιάστηκαν και αναλύθηκαν  θέματα για τα πιστωτικά ιδρύματα, εισήγηση δημοσιευμένη πλέον, ως μελέτη από εκδοτικό οίκο, επισημαίνει τα εξής:

Η έννοια της Διαμεσολάβησης και η διαδικασία της είναι, πλέον, γνωστή σε όλους. Η Διαμεσολάβηση, ως πρωτοποριακός θεσμός εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, λειτουργεί πολυεπίπεδα: Προϋποθέτει αλλαγή της νοοτροπίας των πολιτών, καλλιεργώντας την «κουλτούρα της συναίνεσης», ως λύση πολιτισμού. Περαιτέρω, οδηγεί στην αποσυμφόρηση της δικαστηριακής πράξης. Ακόμη, η Διαμεσολάβηση είναι λύση δικαιοσύνης, εφόσον τα μέρη μπορούν να επιλύσουν τη διαφορά τους με τρόπο ταχύ, με μικρή οικονομική επιβάρυνση και με «λιγότερες απώλειες».

Στην ερώτηση, γιατί να επιλεγεί η μέθοδος της Διαμεσολάβησης για την επίλυση διαφορών που είναι δεκτικές Διαμεσολάβησης, αντί της «κλασικής» και επικρατέστερης στο ευρύ κοινό δικαστικής οδού και αντιδικίας, η απάντηση μπορεί να συμπυκνωθεί στο εξής: τα πινάκια των εκκρεμών υποθέσεων της χώρας έχουν ανέλθει άνω του μισού εκατομμυρίου, ο χρόνος δε που απαιτείται για να τελεσιδικήσει μία υπόθεση συχνά ξεπερνά τα 8 έτη και το αποτέλεσμα καταλύει την έννοια της απονομής της δικαιοσύνης, εφόσον έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιο τον πυρήνα της δίκαιης δίκης, δηλαδή της επίλυσης της διαφοράς σε εύλογο χρόνο και χωρίς σημαντική καθυστέρηση. Πρέπει να σημειωθεί δε, ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις 3 από τις 28 χώρες της Ευρώπης με το πιο αργό δικαστικό σύστημα, ενώ το καλύτερο σύστημα απονομής δικαιοσύνης στον κόσμο, ανήκει στην Σιγκαπούρη, και στην Ευρώπη στο Λουξεμβούργο. Ο χρόνος επίλυσης των εμπορικών και αστικών διαφορών σε πρώτο βαθμό, διπλασιάστηκε μάλιστα κατά τα έτη 2010-2012.

Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί, ότι στην Ελλάδα η «ανακτησιμότητα» των χρηματικών απαιτήσεων, λ.χ. για ένα επενδυτή υπολογίζεται σε ποσοστό μόλις 10%, το οποίο μειώνεται έτι περαιτέρω, αν αφαιρεθούν τα έξοδα και ο χρόνος για την εν λόγω ανακτησιμότητα. Τα δεδομένα αυτά, δεν αφήνουν αδιάφορους τους επενδυτές στη χώρα μας, αν σκεφτεί κανείς, ότι ο αριθμός των επενδύσεων στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά χαμηλός, λόγω (και) της συστημικής παθολογίας του δικαστικού συστήματος, ήτοι του συστήματος απονομής δικαιοσύνης ιδίως στις ιδιωτικές διαφορές και λόγω της παθολογίας του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Περαιτέρω, ως συνέπεια της πολυετούς και βαθιάς οικονομικής κρίσης, η οποία δεν έχει παύσει, στην Ελλάδα, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εκτοξεύθηκαν σε πρωτοφανή επίπεδα, αγγίζοντας ποσοστό 21% για τα στεγαστικά και 37% για τα καταναλωτικά το έτος 2016, ενώ είναι γεγονός το ενδιαφέρον διαφόρων distresses funds να αγοράσουν τα εν λόγω δάνεια σε τιμή ευκαιρίας, ήτοι στο 5% έως 50% της αξίας των δανείων και στη συνέχεια να επιδιώξουν την είσπραξη του 100% των δανείων αυτών. Τα προκείμενα επενδυτικά κεφάλαια έκτακτης ανάγκης, επενδύουν ακριβώς στην ανάγκη των υπερχρεωμένων κρατών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.

Η Δρ. Πλεύρη ολοκληρώνει τη σκέψη της, αναφέροντας ότι οι ως άνω δυσμενείς εξελίξεις, οι οποίες έχουν ιδιάζουσα σημασία για τη χώρα μας, θα μπορούσαν να περιοριστούν, αν οι τράπεζες σκεφθούν σοβαρά την εκδοχή της Διαμεσολάβησης, προτείνοντας συμβιβαστικά σχέδια διευθέτησης οφειλών, τα οποία θα συνέφεραν περισσότερο και τις ίδιες συγκριτικά προς την ως άνω εκποίηση στα ανωτέρω funds. Άλλωστε, οι τράπεζες έχουν ήδη αναπτύξει σχετικούς εσωτερικούς μηχανισμούς, ενώ υφίσταται πανελλαδικά πληθώρα διαπιστευμένων από το Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαμεσολαβητών, οι οποίοι μπορούν να αξιοποιηθούν προς όφελος της απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας. Η λύση της Διαμεσολάβησης στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, μπορεί να οδηγήσει σε ταχεία επίλυση των διαφορών ενώ και ο οφειλέτης θα μπορέσει να επιτύχει μία βιώσιμη λύση και ρύθμιση των οφειλών του, προστατεύοντας κυρίως την στέγη του παράλληλα προς τη ρεαλιστική αποπληρωμή εκάστου χρέους και την κατά το δυνατόν ικανοποίηση των τραπεζών, στο πλαίσιο ενός εύλογου συμβιβασμού.

Πηγή: Άννα Εμ. Πλεύρη – Δικηγόρος Ελλάδος και Κύπρου, Δ.Ν., Λέκτορας Ιδιωτικού Δικαίου και ADR της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια, Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών και Διαιτητής ( Εισήγηση στο 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο ΕΕΝ e-ΘΕΜΙΣ στη Θεσσαλονίκη)

Όλγα Ν. Τσιπτσέ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Δ.Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ – DPO spec./GDPR exec.